Είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα στο Blue Rider. Από τη μία τα γραφικά: φωτεινά, πολύχρωμα, χαρούμενα, από την άλλοι οι εχθροί, που τόσο καλόβολους, να εμφανίζονται σέρνοντας τα μεταλλικά τους πόδια, να κάθονται να τους βαράς αδιαμαρτύρητα και να σε πυροβολούν, μια στο τόσο, σε εύκολα προβλέψιμες τροχιές, παίζει και να μην έχω ξαναδεί. Αλλά ας τα πάρουμε από την αρχή.
Το Blue Rider είναι ένα top-down shoot ’em up με αρκετές ιδιαιτερότητες. Η σημαντικότερη από αυτές είναι στον τρόπο κίνησης του διαστημοπλοίου μας. Αυτή γίνεται, όχι μόνο στους συνήθεις άξονες, οριζόντια και κάθετα, αλλά με το δεύτερο stick (ή το mouse) και περιστροφικά. Επιπλέον, δεν είναι μόνο το σκάφος μας που στρίβει, προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση με αυτό τον τρόπο, αλλά και η ίδια η οθόνη περιστρέφεται αντιστοίχως. Πρόκειται για έναν περίεργο μηχανισμό, σχεδόν σα να έχουν εντάξει οι developers κάμερα από 3D παιχνίδι πρώτου προσώπου σε οπτική δύο διαστάσεων. Είναι σχετικά πρωτότυπος βέβαια, αλλά η αίσθηση που αφήνει όλο αυτό το σβουρολόγημα, σε συνδυασμό με την, κάπως νωχελική ταχύτητα του οχήματός μας και το εφέ αδράνειας που συνεχίζει ελαφρά την κίνησή μας αφότου την σταματήσουμε, είναι μάλλον κάτι σε ζαλάδα.
Το χαλαρό κλίμα του παιχνιδιού ενισχύεται και από το γεγονός ότι, σε αντίθεση με τα περισσότερα παραδοσιακά shoot em’ups, η οθόνη δεν προχωράει μόνη της αναγκάζοντάς μας σε εγρήγορση και υπαγορεύοντας τον ρυθμό. Αντιθέτως είμαστε ελεύθεροι να εξερευνήσουμε το περιβάλλον με το πάσο μας, σταματόντας ενίοτε για κάνα τσιγαράκι, να τσεκάρουμε Facebook ή ν’απαντησουμε κάνα τηλέφωνο. Όλα αυτά τα βολικά ισχύουν όσο δεν έχουμε συναντήσει κάποιον απ’τους ρομποτικούς εχθρούς του παιχνιδιού – από τη στιγμή που μας εντοπίζουν, ακολουθούν και πυροβολούν.
Οι αντίπαλοί μας στο κύριο τμήμα της κάθε πίστας χωρίζονται σε δύο κατηγορίες. Κινούμενες μηχανές που μας παίρνουν στο κατόπι και επιτίθενται μόλις βρεθούν σε απόσταση βολής και στατικά πολυβόλα που φρουρούν συγκεκριμένα σημεία. Με εξαίρεση τα εντυπωσιακά bosses, το design των εχθρών είναι μάλλον μινιμαλιστικό: οπτικά, όλοι εντάσσονται στο ίδιο ρομποτικό concept σε ψιλοδιαφοροποιημένες εκδοχές και οι τύποι επιθέσεων τους αποτελούν επίσης μικροπαραλλαγές πάνω σε δύο-τρία βασικά μοτίβα. Αποτέλεσμα αυτού είναι αισθητική ενότητα από τη μία, έλλειψη ποικιλίας κατά την κανονική διάρκεια των levels από την άλλη. Τουλάχιστον τα bosses στο τέλος τους μας αποζημιώνουν μερικώς. Τεράστια, με ποικίλες επιθέσεις και σχεδιασμένα με αρκετά περισσότερη έμπνευση, αποτελούν, με διαφορά τα συναρπαστικότερα σημεία του παιχνιδιού – highlight ο τερατώδης μηχανικός σκορπιός του τρίτου level.
Στην πορεία θα μαζέψουμε φυσικά τα πατροπαράδοτα power-ups που θα μας επιτρέψουν είτε να ενισχύσουμε τα κύρια και δευτερεύοντα όπλα μας, είτε να τα αλλάξουμε (από διάσπαρτα, σε συγκεντρωμένα πυρά κι από πυραύλους σε νάρκες). Μπορούμε επίσης να συλλέξουμε ένα συμμαχικό botάκι που επιτίθεται αυτόματα σε αντιπάλους, ενώ σε κάποιο ζιγκουρατοειδές κτίριο στην πρώτη πίστα, έχω καταφέρει – κάποιες φορές – να πάρω μια χρησιμότατη ασπίδα. Για τον τρόπο δεν είμαι σίγουρος, ίσως έχει να κάνει με τη χρήση του (περιορισμένου) boost ή του βασικού όπλου πάνω του. Απ’ότι φαίνεται το Blue Rider κρύβει και κάποια μυστικά, καθώς δεν είναι καθόλου εμφανές ότι το κτίσμα αποτελεί κάτι περισσότερο από μέρος των σκηνικών.
Αυτό το στοιχείο του απρόβλεπτου, θα μπορούσε να βοηθήσει και γενικότερα ένα παιχνίδι που πάσχει σοβαρά από – χμ, πώς να το θέσω; – από υπερβολικά καλούς τρόπους. Πλην των bosses, όλα στο Blue Rider είναι αδικαιολόγητα, εκνευριστικά βολικά. Οι εχθροί εμφανίζονται πάντα στα ίδια σημεία, σε ακολουθούν αργά και πυροβολούν, επίσης αργά, σε προβλέψιμους ρυθμούς και κατευθύνσεις. Ακόμα χειρότερο είναι τ’ότι, φτάνοντας σε απόσταση βολής, σταματάνε την κίνησή τους, οπότε το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να αποφεύγεις τις επιθέσεις τους και να τους λούζεις με τις δικές σου για όσο χρειαστεί (και συνήθως χρειάζεται) μέχρι να γίνουν βίδες και παξιμάδια.
Οι ίδιοι εχθροί, σε απαράλλαχτα σημεία, με σταθερές συμπεριφορες, και, όλα αυτά σε ενα παιχνίδι που κινείται σε σχετικά αργές ταχύτητες, σημαίνει πως, μετά τις 3-4 πρώτες απόπειρες, το playthrough του κάθε level εξελίσσεται πανομοιότυπα με τις προηγούμενες και όλη η εμπειρία μοιάζει με αγγαρεία, απαραίτητη για να φτάσουμε στο διασκεδαστικό κομμάτι που είναι το boss. Όλη αυτή η συνέπεια βέβαια θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση για ένα σκληροπυρηνικό score-based τίτλο και η εταιρεία ανάπτυξης Ravegan έχει φροντίσει να δημιουργήσει κάποιους δυνάμει ενδιαφέροντες μηχανισμούς για το σκορ. Πέρα από το rampage, το οποίο είναι ένας πολλαπλασιαστής που αυξάνεται κάθε φορά που σκοτώνουμε αντίπαλο και πέφτει όσο καθυστερούμε, στο τέλος κάθε πίστας συνυπολογίζονται διάφοροι παράγοντες όπως η ζημιά που δεχτήκαμε, πόσα από τα κρυμμένα relics ξετρυπώσαμε, πόσους εχθρούς ξεκάναμε, κλπ. Αλλά όπως και στο, κατά τ’άλλα εξαιρετικά σχεδιασμένο Blood Alloy: Reborn, τι να τα κάνεις τα high scores όταν δεν υπάρχει ένα leaderboard να τα συγκρίνεις με των φίλων σου;
Δεν είναι ακριβώς κακό παιχνίδι το Blue Rider αλλά ο απόλυτος έλεγχος που σου δίνει (ως προς το ρυθμό του, ως προς το πως θα προσεγγίσεις τους κινδύνους και τις κακοτοπιές του) το καθιστά άνευρο και τη συμμετοχή σου, στα περισσότερα σημεία, καθαρά διεκπεραιωτική. Η εντυπωσιακή παρουσίαση, το ενδιαφέρον να δεις το επόμενο boss και η δεδομένη χαρά του high score (έστω και χωρίς leaderboards) διασώζουν κάπως τις εντυπώσεις, αλλά παραμένει γεγονός πως η ρομποτική αισθητική της Ravegan ξεφεύγει απ’το οπτικό κομμάτι και παρεισφρέει στην γενικότερη εμπειρία, καθιστώντας την, όχι δυσάρεστη αλλά ατυχώς μηχανική.