RIVE – Review

Θυμόσαστε εκείνο το χαριτωμένο κομικοστριπάκι που έδειχνε τη διαφορά του Dark Souls από τα υπόλοιπα παιχνίδια, παρομοιάζοντας τις δύο εμπειρίες με δύο διαφορετικές, ας τις πούμε προσεγγίσεις, στο πως γευματίζει ένας πιτσιρικάς; Ε, η Two Tribes, εταιρεία ανάπτυξης των σχεδόν θρυλικών Toki Tori, όχι μόνο το θυμάται, αλλά μάλλον το έχει κάνει αφίσα και το’χει κολλήσει στην είσοδο των γραφείων της. Το τελευταίο της παιχνίδι (κυριολεκτικά – μόλις ξεμπερδέψουν με τα διαδικαστικά της κυκλοφορίας, έχει αποφασιστεί ότι το κλείνουν το μαγαζί), ένα υβρίδιο twin-stick shooter και platformer, ονόματι RIVE κάνει τις προθέσεις του σαφείς με το καλημέρα: το μόνο διαθέσιμο mode είναι το hard mode.

Δύο πράγματα κάνουν άμεσα θετική εντύπωση στο RIVE. Το πρώτο είναι η εξαιρετική του παρουσίαση και ειδικά το ομαλότατο animation που, σε συνδυασμό με τα άψογα ζυγισμένα controls, καθιστούν τις βασικές μας λειτουργίες στη διάρκεια των πρώτων λεπτών του παιχνιδιού σκέτη απόλαυση. Ο ηρωικός μηχανικός μας, εγκλωβισμένος σε ένα κλειστοφοβικό όχημα, το σχήμα και η κίνηση του οποίου παραπέμπουν σε cyber-αράχνη, ίπταται, πυροβολεί και -κυρίως- μονολογεί επί παντώς επιστητού με μια ροή και μια φυσικότητα που θα ήταν απο μόνες τους ευχάριστες ακόμα κι αν δεν υποστηρίζονταν από τα chains που χρειάζεται να διατηρούμε (πετυχαίνοντας εχθρούς ανά τακτά χρονικά διαστήματα) για να πολλαπλασιάζεται το σκορ και η γενικότερη τσίτα που προκαλέι η τάση που έχει οτιδήποτε επικίνδυνο έχει μείνει ξεχασμένο στη συγκεκριμένη γωνιά του σύμπαντος να εκτοξέυεται προς τα πάνω μας χωρίς προειδοποίηση.

Το δεύτερο είναι η ακατάσχετη λογοδιάρροια που χαρακτηρίζει τον πρωταγωνιστή του παιχνιδιού. Ο voice actor που τον υποδύεται έχει κάνει καταπληκτική δουλειά και καταφέρνει να μεταδώσει πλήρως την ψυχολογία του ταλαιπωρημένου πλην μονίμως σαρκαστικού γαλαξιακού νταλικιέρη, που απλά θέλει να πάει σπίτι του, ενώ το κείμενο του πασάρει συνεχώς ατάκες από αστείες έως πολύ αστείες. Οι διάλογοι γίνονται ακόμα καλύτεροι όταν στον χορό μπαίνει και ο μοναδικός ομιλών κάτοικος του διαστημικού σταθμού, ένα κακιασμένο ρομποτάκι που πετάει χολή με κάθε ευκαιρία και το οποίο θυμίζει την αγαπημένη GLaDOS απ’το Portal, στο ελαφρώς χαριτωμενότερο.

RIVE_20160916190204

Να σημειώσω εδώ, ότι οι διάλογοι του RIVE κυριολεκτικά βρίθουν από αναφόρες σε άλλα παιχνίδια το οποίο, ενώ συνήθως το αντιμετωπίζω ως φτηνό συγγραφικό κόλπο, στην προκειμένη, το βρήκα πολύ ευχάριστο, ειδικά από τη στιγμή που το παιχνίδι δεν περιορίζεται στις πιο κλασικές αναφορές αλλά πιάνει και διάφορα περίεργα ή και ξεκάρφωτα: από το (κορυφαίο) retro platformer Woah Dave! ως την καλτ τηλεοπτική σειρά Little Britain. Ούτε περιορίζονται απλά στον γραπτό λόγο οι αναφορές του, αλλά επηρεάζουν ευθέως το gameplay. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα ένα σημείο όπου η οθόνη ακινητοποιείται και πρέπει να επιβιώσουμε από καταιγισμό εκρήξεων σε σκηνικό που αποτελεί ξεκάθαρη μνεία στα ηφαίστεια του Gradius.

Το τρίτο στοιχείο που κάνει εντύπωση, αλλά το αν αυτή θα είναι θετική ή όχι εξαρτάται από τον εκάστοτε παίκτη, είναι η δυσκολία του. Όταν το RIVE λέει πως η διαθέτει μόνο Hard mode, έιναι ίσως το μοναδικό σημείο που δεν κάνει χαβαλέ. Οι εχθροί επιτίθενται ασταμάτητα, λέηζερ, τοίχοι και ποτάμια από λάβα περιορίζουν την κινητικότητα μας και υπάρχουν εκατομμύρια διαφορετικοί τρόποι να πεθάνεις ακαριαία, πέρα απ’την αργή – αλλά συνεχή – διάβρωση της ενεργειακής μπάρας του οχήματός μας. Νομίζω το τελευταίο παιχνίδι που με είχε κάνει να εκτοξεύσω controller στον τοίχο ήταν το Trials HD στην προηγούμενη γενιά. Το RIVE μπορεί (ευτυχώς) να μην τα κατάφερε (έχουμε ωριμάσει κιόλας στο μεταξύ), αλλά έφτασε πιο κοντά από οποιοδήποτε άλλο τα τελευταία χρόνια.

Για όσους γενναίους παραμείνουν στον αγώνα μετά τις πρώτες κατραπακιές η διαδρομή, από την πρώτη μας επαφή με τον ερειπώμένο διαστημικό σταθμό, μέχρι την τελική απόδραση από τα δαιδαλώδη μεταλλικά σωθικά του, είναι αρκετά παραδοσιακή. Αποδεκατίζουμε τα σμήνη από μηχανικά ζωύφια που αποτελούν τα βασικά συστήματα ασφαλείας του, αποφεύγουμε τους αναρίθμητους περιβαλλοντικούς κινδύνους του, κρατάμε τα score chains μας όσο πιο πολύ μπορούμε για να περάσουμε γνωστούς και αγνώστους στα online leaderboards, και μαζεύουμε τις βίδες και τα παξιμάδια απ’οτιδήποτε ξεπαστρεύουμε ώστε να τα χρησιμοποιήσουμε για upgrades στο δικό μας όχημα. Το RIVE έχει έναν σχεδόν ιδανικό συνδυασμό ροής, ταχύτητας και ποιότητας στα controls που έχουν ως αποτέλεσμα η αντίδραση στην, ενίοτε υπερβολική, δυσκολία του να μην είναι (μόνο) η απόγνωση, αλλά το άμεσο, αποφασιστικό, restart.

RIVE_20160914212420

Αυτό δε σημαίνει πως ο καλοδεμένος συνδυασμός shooting και platforming του δεν κάνει και τις παραφωνίες του. Η σημαντικότερη (και εντελώς αδικαιολόγητη) αυτών είναι με το control mapping. Όχι μόνο δεν έχουμε τη δυνατότητα να επαναπροσδιορίσουμε ποιο κουμπί ελέγχει τι, αλλά, κάποιος φωστήρας εκεί στην Two Tribes, αποφάσισε πως ήταν καλή ιδέα να αντιστοιχίσει το left trigger του DualShock με το άλμα που χρησιμοποιούμε σε περιοχές που δεν έχουν βαρυτικό κενό και τις παίρνουμε στο ποδαράτο. Δεν ήταν. Βασικά ήταν πολύ, πολύ κακή ιδέα. Θα ήταν κακή ιδέα ακόμα και σε turn-based rpg και είναι ακόμα χειρότερη σ’ένα τίτλο που κάθε τρεις και λίγο απαιτεί απόλυτη ακρίβεια και συγχρονισμό για ν’αποφύγεις ακαριαίο θάνατο.

Καταστροφικότερη περίπτωση (και σχεδόν μ’έκανε να το παράτησω το παιχνίδι), μια πίστα όπου καλούμαστε να αποφύγουμε ένα ποτάμι λάβας που φουσκώνει συνεχώς, ανεβαίνοντας όσο γρηγορότερα γίνεται σε ένα υπερυψωμένο σημείο. Έχοντας κλάσματα δευτερολέπτου να αντιδράσουμε και με κάθε άλμα να χρειάζεται γυμναστικές επιδείξεις από τον αντίχειρα και τον μέσο είναι από τις στιγμές στο παιχνίδι που η δυσκολία εκνευρίζει καθώς οφείλεται λιγότερο στον ιδιοφυώς σαδιστικό σχεδιασμό ενός εχθρού ή της μορφολογίας μιας περιοχής και περισσότερο στον κακό σχεδιασμό του ελέγχου του οχήματός μας.

Το γεγονός ότι σ’αυτό το σημείο (και σε κάνα-δυο ακόμα) παρά τις δεκάδες συνεχόμενες αποτυχίες, παρά τις σαρκαστικές ατάκες που σου πετάει το παιχνίδι με κάθε Game Over και παρά τον εκνευρισμό που προκαλεί η αίσθηση ότι δεν πληρώνεις τα δικά σου λάθη, αλλά αυτά του σχεδιαστή, παρ’όλ’αυτά δεν παράτησα το RIVE αποτελεί την ισχυρότερη μαρτυρία που μπορώ να δώσω για το πόσο καλοστημένο είναι το (υπόλοιπο) παιχνίδι. Η Two Tribes ολοκληρώνει τον κύκλο της με μία παραγωγή που, αν και όχι τόσο ιδιαίτερη όσο το Toki Tori, αποτελεί ακόμα μια ακόμη ένδειξη ότι χάνουμε μια από τις πιο ταλαντούχες indie εταιρείες της τελευταίας δεκαετίας.


Πλατφόρμες:
Linux 
Mac 
PC 
PS4 
Wii U 
Xbox One 
Developers:
Two Tribes 
Publishers:
Two Tribes 
Πότε βγήκε:
October 13, 2016
Αριθμός παικτών:

Single 



Leave a Reply