Μέσα στην φούρια των τελευταίων εβδομάδων, μέσα στα μπάνια την ζέστη και ένα τεράστιο σωρό από παιχνίδια που έχουμε στην λίστα αναμονής για να ασχοληθούμε και να γράψουμε, πέρασε κάτω από το ραντάρ μου ένα γεγονός που δυστυχώς περίμενα εδώ και καιρό. Σαν κάθε γνήσια καταστροφή, σαν εκείνο που αγάπησες παράφορα και τώρα βρίσκεται σε κόμμα –κλινικά νεκρό- περιμένοντας απλά να τραβήξει κάποιος την πρίζα, ξέρεις τι θα συμβεί. Το έχεις δουλέψει, το έχεις χωνέψει, όπως είπα το περιμένεις.
Μα, φίλε μου ή φίλη μου, όταν συμβεί. Την στιγμή που θα συμβεί, για εκείνη την καταραμένη στιγμή, κανένας και τίποτα δεν μπορεί να σε προετοιμάσει ολοκληρωτικά. Κάπως έτσι συνέβη όταν πληροφορήθηκα, μέσα στο καλοκαίρι που διανύουμε, πως το PC Master έκλεισε οριστικά και αμετάκλητα. Σε αυτό το σημείο να με συγχωρέσετε παρακαλώ που γράφω σε τόσο μελό ύφος για μερικές σελίδες, ενώ γύρω μας κυριαρχούν ένα σωρό δεινά. Αλλά να, ήμουν παιδί όταν έπιασα πρώτη φορά στα χέρια μου περιοδικό για υπολογιστές, για παιχνίδια, για προγράμματα. Το Pixel ήταν τότε, λίγο αργότερα και το PC Master. Εξάλλου, στ’ αλήθεια, τα θεωρούσα πάντα ένα.
Όταν ο Ανδρέας Παρασκευάς Τσουρινάκης μου είπε για πρώτη φορά πώς να περάσω εκείνο το γαμημένο κομμάτι που είχα κολλήσει στο Police Quest, ήμουν παιδί. Τότε δεν θα μπορούσα να πω γαμημένο.
Όταν είδα για πρώτη φορά δισκέτα με δώρο παιχνίδι για τον υπολογιστή μου, δώρο, για εμένα! Όχι μόνο για εμένα βέβαια, αλλά και πάλι, εκείνη η συγκεκριμένη μία δισκέτα που κρατούσα στα χέρια μου ήταν για εμένα. Στην αρχή σαν χαρτόνι λεπτή αργότερα 3.5άρα. Μετά CD ακόμα πιο μετά DVD.
Όταν το Pixel έκλεισε στεναχωρήθηκα δεν το πίστευα, μα, το PC Master ήταν ακόμα εδώ. Θα το διάβαζα κάθε μήνα, όπως έκανα ως τότε, όπως θα συνέχιζα να κάνω για χρόνια. Τηλέφωνα στα πρακτορεία όταν αργούσε, ακόμα και αμφισβήτηση στον πατέρα μου όταν καμιά φορά γυρνούσε σπίτι και δεν το κρατούσε στα χέρια του. Δεν βγήκε ακόμα, αύριο ή μεθαύριο. Κι εγώ έκλαιγα, δεν τον πίστευα. Λες και ήθελε να με στεναχωρήσει για τον χαβαλέ του. Λες και είχε όρεξη να ακούει την γκρίνια μου. Την γκρίνια ενός παιδιού που όταν μύριζε τις σελίδες του τυπωμένου αυτού παραθύρου μεταφέρονταν σε έναν μαγικό κόσμο που όλα ήταν πιθανά. Τις διάβαζε και ένοιωθε πως έβρισκε το δικό του σπίτι επάνω στο δέντρο.
Αυτό ήταν για εμένα το Pixel και το PC Master. Ήταν το δικό μου σπίτι επάνω στο δέντρο. Το φτιαγμένο από κούτες και μαξιλάρια φρούριο στην μέση του καθιστικού. Η πόρτα που οδηγούσε σε μέρη που, διάολε, ακόμα και σήμερα θέλω να επισκέπτομαι. Μέρη ξένα για πολλούς, που πέρασαν και διυλίστηκαν σε στρώματα μυαλών γεμάτα φαντασία, γεμάτα λατρεία για το πιθανό, για το μαγικό.
Οι συντάκτες του ήταν αυτοί που μου άνοιγαν τις πόρτες για να φτάσω εκεί. Ποτέ δεν θα μάθουν πόσο αναγκαία είχε γίνει η συντροφιά τους για εμένα, για πολλά ακόμα άτομα εκτός από εμένα. Το «ξέρουν» ως φράση, το φαντάζονται πιθανότατα, όμως ποτέ μα ποτέ δεν θα μπορέσουν να αντιληφθούν πλήρως πόσο χαρούμενος κοιμόμουν διαβάζοντας τα άρθρα τους, πως ήταν σαν Χριστούγεννα κάθε μήνα εξαιτίας τους.
Μπορώ να πω πολλά ακόμα, για πολλές διαφορετικές περιόδους του PC Master. Δεν θα το κάνω δεν υπάρχει λόγος. Κάπου στο κείμενο αναφέρομαι στον εαυτό μου, στον παιδικό εαυτό μου, σε τρίτο πρόσωπο. Το παρατήρησα διαβάζοντας το. Δεν το κάνω από ψώνιο. Μακάρι να το έκανα γι’ αυτό. Είναι όντως ένα τρίτο πρόσωπο πλέον. Κάτι μακρινό μια ανάμνηση που δεν μπορώ να επαναφέρω παρά μόνο ως αίσθηση, ως ρίγος. Σαν την μυρωδιά από τις σελίδες, μια μυρωδιά που δεν θυμάμαι κι όμως δεν ξέχασα.
Το τέλος του PC Master με έκανε να δακρύσω, κυριολεκτικά. Δάκρυσα για το περιοδικό συνώνυμο με την παιδική μου ηλικία. Δάκρυσα για την πρώτη του μηνός που το είχα στα χέρια και την πρώτη του μηνός που αργούσε και περίμενα. Δάκρυσα γιατί έκλεισε, δάκρυσα γιατί είχα σταματήσει να το αγοράζω πριν κλείσει.
Το δάκρυ μου μύριζε σαν το πρώτο του εξώφυλλο.