Μέσα στη χαρά οι φανς των κλασικών ισομετρικών rpg τη χρονιά που πέρασε. Εκτός από το θωρηκτό της κατηγορίας, το Pillars of Eternity (νο.3 στη λίστα του Greekgamer με τα καλύτερα του 2015 παρακαλώ) είχαμε και το Enhanced Edition του Divinity: Original Sin (που μόνο δαχτυλίδι μετά προτάσεως δε του πρόσφερε ο Γιώργος) και το πιο lo-fi Serpent in the Staglands (για το οποίο σας ζαλίζω τον έρωτα με κάθε ευκαιρία). Για όσους όμως προτιμούν το role-playing τους με μια δόση σκουριάς και τους ηρωισμούς τους μέσα από αντιραδιενεργές στολές λεκιασμένες από λάδι μηχανής δεν είχαμε κάτι αντίστοιχα ενδιαφέρον.
Ή τουλάχιστον έτσι ίσχυε μέχρι η Stygian Software να ντυθεί αι Βασίλης και να κυκλοφορήσει, στα στερνά του έτους, το Underrail – τίτλο που έγινε δεκτός με παραληρήματα ενθουσιασμού. Έχω μια αισθησούλα ότι συγκεκριμένα οι οπαδοί των μεταπηρυνικών rpgs είναι ιδιαίτερα “ένθερμοι” με το είδος τους (γκουχFallout4γκουχ) οπότε ας δούμε πιο ψύχραιμα τι παίζει προτού παρασυρθούμε από δηλώσεις του τύπου “best game evah” και άλλα τέτοια πανηγυρικά.
Όπως προανέφερα το Underrail είναι παραδοσιακό ισομετρικό rpg σε ένα μεταπυρηνικό κόσμο όπου ότι έχει απομείνει από την ανθρωπότητα έχει τρυπώσει στα έγκατα της γης για να επιβιώσει. Καθώς πρόκειται για ανεξάρτητη παραγωγή, η παρουσίαση του απέχει πολύ απ’τα επίπεδα του πρόσφατου και “λουστραρισμένου” Wasteland 2 και είναι σαφώς κατώτερη ακόμα κι από αυτή του πρώτου Fallout – ενός παιχνιδιού που είναι αρκετά μεγάλο για να καπνίζει και να ψηφίζει πλέον. Έστω κι έτσι όμως οπτικά διατηρεί αυτό το ρέτρο στοιχείο που εξιτάρει τους παλαιότερους εξ ημών ενώ και το soundtrack μπορεί να είναι παρομοίως περιορισμένο σε σχετικά σύντομες μουσικές λούπες, αλλά κατορθώνει να ταιριάξει στην καταχθόνια, κλειστοφοβική του ατμόσφαιρα.
Πάντως, ενώ τα βασικά του χαρακτηριστικά και το concept του κάνουν σχεδόν αντανακλαστικές τις συνδέσεις με Fallout και Wasteland, η βασική του ιστορία φαίνεται να έχει πολύ μεγαλύτερη συγγένεια με αυτή του Metro 2033 (αν και η ανάπτυξη του είχε ξεκινήσει από το 2008, πριν την κυκλοφορία του τελευταίου). Όπως και στο fps της 4A Games, έτσι και στο Underrail βρισκόμαστε σε ένα υπόγειο σκοτεινό κόσμο, στις σήραγγες και τους σταθμούς ενός παλιού σιδηροδρομκού δικτύο, όπου οι απειλές δεν προέρχονται μόνο από τα, μεταλλαγμένα από τη ραδιενέργεια, όντα που τον κατοικούν αλλά και από τις εχθροπραξίες μεταξύ των διαφόρων φατριών που μάχονται για να αυξήσουν την επιρροή τους.
Ο χαρακτήρας μας επιστρατεύεται νωρίς νωρίς από την ομάδα του South Gate Station μετά από έναν ισχυρό σεισμό που έχει καταστρέψει κάποια τμηματά της υποδομής τους. Σε αντάλλαγμα για τροφή, στέγη και ιατρική βοήθεια ξεκινάμε τις αγγαρείες για την νέα μας κοινότητα, αρχικά απλές, όπως το να χωθούμε σε κάποια από τα κοντινά τούνελ για να επανεκκινήσουμε μια σειρά από πεσμένες γεννήτριες. Όσο προχωράμε και κερδίζουμε την εμπιστοσύνη τους, αναλαμβάνουμε όλο και πιο δύσκολες και σημαντικές αποστολές – όπως το να μεταφέρουμε απόρρητα έγγραφα στην πρεσβεία του, μάλλον ύποπτου, υπερ-οργανισμού των United Stations και, κάπως έτσι, μπλεκόμαστε όλο και περισσότερο με τα μυστικά και τις συνωμοσίες του Underrail.
Η ιστορία του, οκ, δεν είναι και κάτι πρωτοποριακό: στοιχεία όπως το τυπικά αφιλόξενο περιβάλλον, η κλειστή κοινότητα που αμύνεται ενάντια στις κακουχίες, τα παιχνίδια εξουσίας μεταξύ διαφορετικών ομάδων, είναι όλα αρκετά οικεία. Αλλά είναι αξιοπρεπώς γραμμένη και, ίσως και επειδή οι μεταπυρηνικοί κόσμοι στους οποίους τέτοια στοιχεία απαντούνται συχνότερα δεν είναι τόσο πολυφορεμένοι όσο οι ψευδομεσαιωνικοί, εξακολουθεί να ιντριγκάρει.
Όλα αυτά, βέβαια, όσο δεν είμαστε απασχολημένοι να πεθαίνουμε από οποιονδήποτε και οτιδήποτε αποφασίσει να μας αντιπαθήσει εκεί μέσα στις υπό κατάρρευση σήραγγες του. Ο αυξημένος βαθμός δυσκολίας είναι βεβαίως αναμενόμενος σε κάθε old school rpg, αλλά στο Underrail μάλλον ξεφεύγει από τα λογικά πλαίσια της ρετρό ταλαιπωρίας και μετατρέπεται σε επώδυνο βασανιστήριο, αιτία κουραστικών επαναλήψεων και, τελικά, βασικό ελάττωμα. Παραθέτω την ακόλουθη, αρκετά συνηθισμένη, σκηνή: έχοντας βγει από την περιοχή όπου εκτυλίσσεται μάχη για να την διακόψω (καθώς οι εχθροί κάνουν το χατήρι να μη μας ακολουθούν μετά την έξοδο), ετοιμάζομαι να ξαναμπώ. Περιμένω να περάσει λίγος χρόνος για να αναπληρωθούν οι βασικές μου ικανότητες, θεραπεύομαι, αν χρειάζεται και μπουκάρω. Χάνω το initiative και κινούνται πρώτα οι αντίπαλοί μου, δύο θηριώδη μεταλλαγμένα σκαθάρια. Το πρώτο με ακινητοποιεί με κάτι σαν κουτουλιά και, ακολούθως, το δεύτερο εφαρμόζει την προβοσκίδα του σε κάποιο βολικό σημείο του θώρακα μου και αρχίζει να μου αντλεί το health υπό τη συνοδεία ανατριχιαστικού ήχου αναρρόφησης. Πεθαίνω πριν τελειώσει ο γύρος χωρίς κανένα περιθώριο αντίδρασης. Reload, μπαίνω στο χώρο, κουτουλιά, δύο δαγκωματιές, κάτω. Reload. Η ιστορία συνεχίζεται κάμποσες φορές μέχρι, επιτέλους, να ενεργήσω πρώτος, καταφέρω δυο γρήγορα χτυπήματα και την κάνω μεγαλοπρεπώς ξανά για την έξοδο. Δυο χτυπήματα με τα οποία τους έχω φάει – για να μην έχουμε παρανοήσεις – το 1/10 της συνολικής τους υγείας. Δεν είναι τίποτα: καμιά πενηνταριά reloads κι έχουμε ξεμπερδέψει…
Το οποίο με οδηγεί και σε δεύτερο κουσούρι: τα rpgs είναι παιχνίδια που καλείσαι να αναπτύξεις τις ικανότητες ενός χαρακτήρα με τον τρόπο που εσύ θες για να διαμορφώσεις την εμπειρία σου όπως προτιμάς. Η δυσκολία του Underrail φτάνει σε τέτοια επίπεδα βαναυσότητας που οποιοσδήποτε χαρακτήρας δεν ακολουθήσει συγκεκριμένη πορεία απόλυτης εξειδίκευσης έχει ελάχιστες πιθανότητες επιβίωσης. Προτιμάτε κοντινές μάχες; τότε όλοι οι διαθέσιμες μονάδες σας στο Strength και στο Melee, χωρίς καμμία απόκλιση. Σας αρέσουν τα psionics; είσαστε ελεύθεροι να τις ξοδέψετε όλες σε Will, Intelligence και όποιο από τα τρία disciplines (Thought Control, Metathermics, Psychokinesis) επιλέξετε. Μην προσπαθήσετε να φτιάξετε λίγο-απ-όλα χαρακτήρα: δύο, πέντε ή δεκαπέντε ώρες μετά θα συνειδητοποιήσετε πως είναι χαμένος από χέρι και θ’αναγκαστείτε να το αρχίσετε από την αρχή. Α, και το Stealth είναι άχρηστο. Οποιοδήποτε rpg σε αναγκάζει να ακολουθήσεις τόσο αυστηρό πρόγραμμα εξέλιξης στερεί από τον παίκτη τη χαρά του πειραματισμού με τον χαρακτήρα του – στοιχείο από τα βασικότερα στο συγκεκριμένο είδος.
Παραδόξως πάντως παραμένει ευχάριστο το character progression: κάθε επίπεδο που ανέβαινα είχα την αίσθηση ότι πραγματικά κάνει τη διαφορά και επιτρέπει να προχωρήσω λίγο παραπέρα σε περιοχές που προηγουμένως ήταν μη προσβάσιμες. Η αυξημένη δυσκολία έχει πάντα και τα καλά της καθώς εντείνει και αυτή, πέρα από το σενάριο που ξεδιπλώνεται σιγά σιγά, την επιθυμία να εξερευνήσεις λίγο παρακάτω για ν’ανακαλύψεις τι κρύβει ο τόσο απροσπέλαστος αυτός κόσμος, τον οποίο η παντελής απουσία χάρτη τον κάνει ακόμα πιο δύσβατο αλλά και πιο συναρπαστικό.
Επιπλέον ενδιαφέρον στις περιπλανήσεις παρέχουν τα πολυσυζητημένα oddities: ιδιαίτερα αντικείμενα, όπως τα απολιθώματα ενός τριλοβίτη ή το κράνος από ένα αρχαίο σκάφανδρο, που βρίσκονται μετά από μάχες η καταχωνιασμένα δίπλα σε άλλα υλικά και προμήθειες και τα οποία δεν έχουν κάποια πρακτική χρήση πέρα απ’το να χρωματίζουν τον κόσμο με έξτρα αφηγηματικά στοιχεία και να χαρίζουν κάποιους πόντους εμπειρίας. Ουσιαστικά δεν είναι τίποτα διαφορετικό από τα γνωστά collectibles, αλλά έχουν ενταχθεί με τέτοιο οργανικό τρόπο στο παιχνίδι που δεν αποτελούν μια ξεκάρφωτη ενασχόληση αλλά ουσιαστικό μέρος της όλης εμπειρίας.
Συνοψίζοντας, το Underrail είναι ένα παιχνίδι που θα συνιστούσα, αλλά με μία βασική επιφύλαξη. Η δυσκολία του είναι υπερβολική και οι νέοι παίκτες θα χρειαστεί να επιλέξουν πολύ προσεκτικά πως θα διαμορφώσουν τον χαρακτήρα τους – περιθώρια για αυτοσχεδιασμούς, δυστυχώς, δεν υπάρχουν. Για όσους δε σκιάζονται από κάτι τέτοια όμως, πρόκειται για ένα ενδιαφέρον παλιομοδίτικο rpg σε ένα περιβάλλον που δε συναντάμε συχνά στο συγκεκριμένο υποείδος και με ένα κόσμο που, χωρίς να είναι φοβερά πρωτότυπος, διατηρεί αμείωτο το ενδιαφέρον του μετά τις περίπου είκοσι ώρες που έχω ξοδέψει εξερευνώντας και πεθαίνοντας σε κάθε γωνιά του.
Επίσημη Ιστοσελίδα: www.underrail.com