Υπάρχουν παιχνίδια που τα θέλγητρά τους είναι πολύπλοκα, εξεζητημένα. Σα το Serpent in the Staglands για παράδειγμα, που είναι ένα από τα καλύτερα παραδοσιακά rpgs της χρονιάς χάρη, κυρίως, στους αδιαφανείς μηχανισμούς του και τις δαιδαλώδεις συνωμοσίες του. Κι από την άλλη υπάρχει και το AntharioN. Back-to-basics τίτλους βλέπουμε αμέτρητους τελευταία, αλλά η περίπτωσή του είναι μοναδική: γραφικά εικοσιπενταετίας, ιστορία κλισεδιάρικη, συστήματα μάχης, εξέλιξης και μαγείας που καλύπτουν με το ζόρι τα στοιχειώδη. Κι όμως κολλάς, όχι παρά την απλοικότητα του αλλά εξαιτίας της – σε συνδυασμό με την ψυχαναγκαστική ικανοποίηση του να βλέπεις το mini-map σου να γεμίζει.
Ας τα πάρουμε από την αρχή. Έχουμε να κάνουμε με άλλο ένα old school rpg, στο οποίο για μία ακόμη φορά μια χούφτα ήρωες υπό την καθοδήγησή μας καλείται να κάνει ότι δε μπόρεσαν χιλιάδες στρατιωτών, μισθοφόρων και λοιπών κομπάρσων: να σώσουν τον κόσμο από μια μισοαδιευκρίνιστη απειλή. Καμμία απολύτως σημασία δεν έχει το γεγονός ότι ένας ποταπός φύλακας στο πιο παρηκμασμένο κακοχώρι του παιχνιδιού μπορεί να κατατροπώσει ολόκληρη την ομάδα μας με τον σκουριασμένο σουγιά του και μια κατσαρόλα για περικεφαλαία, εμείς και πάλι θα τα καταφέρουμε όπου αυτός και όλοι οι υπόλοιποι έχουν αποτύχει.
Τα mechanics του παιχνιδιού είναι λιτά κι απέριττα, όπως και η παρουσίαση του. Μόνη απόπειρα για μεγαλύτερο στρατηγικό βάθος η ενδιαφέρουσα δυνατότητα ανταλλαγής θέσεων κατά τη διάρκεια της (turn-based) μάχης μετακινώντας τον ενεργό χαρακτήρα σε σημείο κατειλημμένο από κάποιον άλλο, ακόμα κι αν ο τελευταίος έχει ολοκληρώσει το γύρο του, το οποίο επιτρέπει, για παράδειγμα, να πλησιάσει και να επιτεθεί ένας εύθραυστος spellcaster και μετά να καλυφθεί πίσω από έναν ανθεκτικότερο μαχητή που θα πάρει τη θέση του. Κατά τ’άλλα, κάθε χαρακτήρας έχει τα κλασικά γνωρίσματα και δεξιότητες τα οποία βελτιώνουμε ανά επίπεδο εμπειρίας ενώ το εύρος επιλογών ανά γύρο μάχης είναι περιορισμένο: κίνηση και επίθεση με το όπλο, μαγεία ή χρήση κάποιου αντικειμένου. Τα γραφικά είναι ισομετρικά ψευδο3D και θυμίζουν τα πρώτα παιχνίδια του είδους σε vga – περισσότερο σε Shadow Sorcerer φέρνει παρά σε Baldur’s Gate.
Κι όμως, όλη αυτή η απλότητα είναι που κάνει το παιχνίδι να “κυλάει” και σου επιτρέπει να εστιάσεις στο δυνατό του σημείο, την εξερεύνηση. Τους διαλόγους τους προσπερνάς χωρίς να πολυδίνεις σημασία γνωρίζοντας πως τον ταβερνιάρη που σου ζητάει να καθαρίσεις το κελλάρι του από τους αρουραίους, τον έχεις ξανασυναντήσει εκατοντάδες φορές, σε αντίστοιχους τίτλους, στο παρελθόν. Οι αψιμαχίες εκτός από σχετικά σύντομες είναι και αραιές καθώς η Orphic Software πήρε τη γενναία απόφαση ν’αφήσει εκτός παιχνιδιού τα random encounters (το οποίο σημαίνει, εκτός από ανετότερο σουλατσάρισμα, ότι θα πρέπει να είστε ιδιαίτερα προσεκτικοί ως προς την αξιοποίηση των levels σας – grinding γιοκ).
Οι σκοτεινοί θεοί του ψυχαναγκασμού, επομένως, είναι ελεύθεροι να κάνουν τη δουλειά τους ανεξέλεγκτοι από σεναριακές ανησυχίες και στρατηγικές απαιτήσεις και στρέφουν όλη την προσοχή σου στο μικρό παραθυράκι στην πάνω-δεξιά άκρη της οθόνης. Το κυκλικό mini-map γεμίζει λίγο-λίγο με κάθε βήμα σου σε μια καινούργια περιοχή και η ολοκλήρωση της χαρτογράφησης κάθε οικισμού, μπουντρουμιού ή αλσυλλίου του παιχνιδιού προσφέρει την ίδια παράλογη ικανοποίηση που χαρίζει το να περπατάς αποφεύγοντας να πατήσεις στα διαχωριστικά στο πεζοδρόμιο ή να φροντίζεις η ράχη των βιβλίων σου να ευθυγραμμίζεται με την άκρη του ραφιού. Σα σωστός πρεζέμπορας, η Orphic ενισχύει την εμμονή εντάσσοντας δεκάδες μονοπατάκια, κρυφές εισόδους και μυστικές περιοχές στον κόσμο της (φιλική συμβουλή: φροντίστε ένας χαρακτήρας σας να έχει Lore τουλάχιστον 20 και ανεβάστε το Lock Picking – μια μυστική είσοδος που δεν ανοίγει είναι σαν κουνούπι στο αυτί).
Το AntharioN είναι ένα rpg που έχει αποτινάξει από πάνω του τα υπόλοιπα γνωρίσματα του είδους εστιάζοντας στην εξερεύνηση και ανάγοντας τον χάρτη σε μόνιμο σημείο αναφοράς του. Οι χαρές του είναι πρωτόγονες αλλά παραμένουν εθιστικές: μπορεί να μη δίνω δεκάρα για την τύχη του κόσμου που καλούμαι να σώσω αλλά, μα τις ανά χρώμα ταξινομημένες πετσέτες μου, θα χαρτογραφήσω κάθε σπιθαμή του.
Το τερματίζω χωρίς χέρια.