Ο Ogden ήταν, χρόνια πριν, πρώτη μούρη στη Westeria. Όποτε έσκαγε silver alert για χαμένη πριγκιποπούλα, παράταγε το γυμναστήριο, έπαιρνε τη σπάθα του και δύο, άντε τρεις, ώρες μετά την βρίσκαμε πίσω στους δικούς της και την πανίδα του βασιλείου μειωμένη κατά έναν δράκο. (Με τις απαχθείσες ταπεινότερης καταγωγής δε φαίνεται να πολυασχολιόταν) Αλλά πέρασε καιρός, και ο Ogden απέκτησε καράφλα και μπυροκοίλι, σα τον Robert Baratheon ένα πράμα. Έτσι, όταν ένας μυστηριώδης, μαυροφορεμένος ιππότης εμφανίστηκε από το πουθενά στην αυλή του Castle Wester για ν’αρπάξει τον διάδοχο Marlon, το άλλοτε πρωτοπαλλίκαρο έφαγε τα μούτρα του προσπαθώντας να τον υπερασπιστεί.
Ο νέος, βέβαια, μπορεί να είναι ωραίος, μα ο παλιός είναι αλλιώς κι έτσι ο ήρωας μας αποφασίζει να ξαναβρεί την χαμένη του φόρμα, ώστε να απελευθερώσει τον πρίγκηπα και να σώσει τη Westeria από το χάος. Αν το Dragon Fantasy ήταν ταινία θα ακολουθούσε το λεγόμενο sports-training montage υπό τη συνοδεία θριαμβευτικοεμβατηριακής μουσικής. Αλλά δεν είναι ταινία, είναι jrpg, οπότε αυτό που ακολουθεί είναι μάχες, πολλές μάχες για ν’ανέβει levels, πολλά levels.
Τα jrpg είναι το είδος παιχνιδιών που, περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο, σε φέρνει αντιμέτωπο με το δίλημμα: κρίνεις στα πλαίσια του είδους ή για ένα ευρύτερο κοινό που μπορεί να μην τα γνωρίζει και θέλει να αποφασίσει αν αξίζει να τα δοκιμάσει ή να τ’αποφύγει; Ο λόγος γι’αυτό είναι κάποια πολύ ιδιαίτερα mechanics που τα χαρακτηρίζουν και τα όποια μπορεί να είναι μη προβληματικά, η ακόμη και ευχάριστα, για ορισμένους παίκτες (turn-based combat με περιορισμένες επιλογές, level-grinding κλπ) αλλά θα ήταν μάλλον ανυπόφορα για την πλειοψηφία. Πόσω μάλλον όταν είναι πακεταρισμένα σε μια ρετρό αισθητική που απευθύνεται σε συγκεκριμένα γούστα: μια δυνατότητα που σίγουρα θα εκτιμήσουν οι απανταχού ρετρο-λάγνοι είναι της επιλογής μεταξύ 8-bit και 16-bit γραφικών. Εδώ θα προσπαθήσω, συνοπτικά, να καλύψω και τις δύο ομάδες.
Το Dragon Fantasy: The Volumes of Westeria είναι εισαγωγικού τύπου παιχνίδι με παραπάνω από μία έννοιες. Αρχικά, όπως προδίδεται από τον τίτλο του και όπως επιβεβαιώνεται φτάνοντας στο τέλος της σχετικά σύντομης ιστορίας του, είναι το πρώτο επεισόδιο μιας σειράς που θα εστιάζει στους ίδιους χαρακτήρες και τις περιπέτειες τους στον κόσμο της Westeria. Μου άρεσε το σχεδόν-cliffhanger τέλος και θα ομολογήσω πως έχω μια αγωνία να δω τι θα γίνει παρακάτω, αν και το ημιτελές της υπόθεσης σε συνδυασμό με την περιορισμένη διάρκεια (περίπου 10 ώρες) μπορεί να δυσαρεστήσει κάποιους.
Εισαγωγικό είναι και με την έννοια οτί αποτελεί καλή πρώτη επιλογή για κάποιον που είναι νέος στο συγκεκριμένο είδος. Η καμπύλη δυσκολίας του είναι ηπιότατη, σε βαθμό που τα περισσότερα dungeons τα περνάς με την πρώτη ή τη δεύτερη απόπειρα. Αυτό είναι και καλό και κακό. Βαρετό το grinding, δε λέω, αλλά το να το καταπολεμάς κάνοντας ευκολότερες τις μάχες μπορεί να οδηγήσει στο άλλο άκρο: ένα παιχνίδι που πλησιάζει επικίνδυνα στην αίσθηση ότι απλά παρακολουθείς μια δισδιάστατη ταινία στην οποία τυχαίνει και να πατάς μερικά κουμπιά μεταξύ σκηνών. Κάποιες στιγμές, ειδικά στο τέλος της πρώτης ιστορίας (της μεγαλύτερης και μάλλον λιγότερο ενδιαφέρουσας από τις τέσσερις) ήταν τόσο σίγουρη η θετική έκβαση κάθε μάχης, που ήθελα απλά να ξεμπερδεύω και να πάω παρακάτω.
Ευτυχώς, όσο προχωράει το παιχνίδι εισάγονται κάποια νέα, αρκετά πρωτότυπα για το συγκεκριμένο είδος, στοιχεία που διανθίζουν το gameplay και εξισορροπούν το πρόβλημα των βαρετών μαχών. Mini-puzzles που έχουν να κάνουν με την κίνηση του χαρακτήρα πάνω στην παγωμένη επιφάνεια μιας λίμνης στη δεύτερη ιστορία, η δυνατότητα να κλέβει νομίσματα από τους κατοίκους των πόλεων ο, αμφιβόλου ηθικής, χαρακτήρας της τρίτης, και η συλλογή υλικών και κατασκευή αντικειμένων στο, φόρο τιμής στο Minecraft, τέταρτο μέρος, όλα συμβάλλουν στο να καταλήγεις με ένα πολύ πιο ενδιαφέρον παιχνίδι από αυτό με το οποίο ξεκίνησες.
Οι καινοτομίες αυτές, σε συνδυασμό με το μεράκι του δημιουργού Adam Rippon (εμφανές σε όλες σχεδόν τις εκφάνσεις του παιχνιδιού, από τους χιουμοριστικούς διαλόγους ως τους καλοδουλεμένους χαρακτήρες κι από την προσεγμένη παρουσίαση ως τις συνεχείς αναφορές σε τίτλους όπως Skyrim, Pokemon, Zelda και… Metal Gear Solid) σώζουν το Dragon Fantasy από τη μετριότητα – οριακά. Για φανατικούς των jrpgs και για όσους αναζητούν μια πιο χαλαρή πρώτη επαφή με το είδος μπορώ να το προτείνω ως μια καλή επιλογή. Γι’αυτούς που δε συγκινούνται όμως από την προοπτική των ατελείωτων turn-based μαχών και του ξεδιπλώματος μιας επικής ιστορίας σε παλαιάς σχολής 2d κόσμους, δε μπορώ να πω ότι το Dragon Fantasy είναι το παιχνίδι που θα τους κάνει ν’αλλάξουν γνώμη.